- σωθιακός
- -ή, -ό, Νφρ. «σωθιακή περίοδος» ή «σωθιακός κύκλος»αστρον. (στην αρχ. Αίγυπτο) χρονική περίοδος 1.461 ετών και 365 ημερών, μέσα στην οποία αποκαθίστατο η σύμπτωση ανάμεσα στο πολιτικό και στο αστρονομικό έτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.